- δέρκομαι
- δέρκομαι και δερκιάομαι (Α)1. βλέπω καθαρά2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» — ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες)3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα»)4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά5. (για το φως) αστράφτω, φεγγοβολώ6. φρ. α) «δρακεῑσ' ἀσφαλές» — αφού ζει με ασφάλειαβ) «δεινόν, σμερδαλέον δέρκομαι» — κοιτάζω φοβερά, απειλητικάγ) «πῡρ ὀφθαλμοῑσι δεδορκώς» — ενώ τα μάτια του πετούσαν φλόγες7. (μτχ. παρακμ.) δεδορκώςα) αυτός που έχει την όρασή του (σε αντίθεση με τον τυφλό)β) ο ζωντανός (σε αντίθεση με τον νεκρό).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστωτικός τ. δέρκομαι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα derk- «βλέπω, κοιτάζω» και θεωρείται νεώτερος σχηματισμός τής Ελληνικής. Στον ελληνικό παρακείμενο δέδορκα, με σημασία ενεστώτα «βλέπω (πρβλ. αρχ. ινδ. dadarśa, αβεστ. dadarƏsa «έχω δει»), απαντά η ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας, ενώ η συνεσταλμένη μορφή της *drk εμφανίζεται στον θεματικό αόριστο έ-δρακ-ον (πρβλ. αρχ. ινδ. a-drśan). Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η αντιστοιχία λέξεων αυτής τής ομάδας με τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ιρλ. ad-con-darc «έχω δει», γοτθ. ga-tarhjan «χαρακτηρίζω» που θα αντιστοιχούσε στο ελλ. *δορκέω, αγγλοσαξ. torht, αρχ. άνω γερμ. zoraht «φωτεινός», αλβαν. drite «φως»). Το ρ. δέρκομαι εμφανίζει μια σειρά συνθέτων με β' συνθετικό σε -δερκής.ΠΑΡ. δράκος (Α δράκων)αρχ.δεργμα, δέρξις.ΣΥΝΘ. οξυδερκήςαρχ.αδερκής, αμβλυδερκής, αμφιδέρκομαι, αναδέρκομαι, αντιδέρκομαι, αποδέρκομαι, γλυκυδερκής, διαδέρκομαι, δυσδερκής, εισδέρκομαι, εκδέρκομαι, ενδερκής, επιδέρκομαι, ιοδερκής, κακοδερκής, καταδέρκομαι, λιθοδερκής, μεσοδερκής, νεκροδερκής, ξανθοδερκής, οβριμοδερκής, πανδερκής, περιδέρκομαι, πολυδερκής, προδέρκομαι, προσδέρκομαι, υποδέρκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.